- φιλομάθεια
- η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιλομαθία Α [φιλομαθής]αγάπη και προσπάθεια για μάθηση, για πρόσκτηση γνώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλομαθεία — φιλομαθείᾱ , φιλομάθεια love of learning fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθείᾳ — φιλομαθείᾱͅ , φιλομάθεια love of learning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάθεια — love of learning fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάθεια — η η αγάπη προς τη μάθηση και την απόκτηση γνώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλομαθείας — φιλομαθείᾱς , φιλομάθεια love of learning fem acc pl φιλομαθείᾱς , φιλομάθεια love of learning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθείαι — φιλομαθείᾱͅ , φιλομάθεια love of learning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθείαις — φιλομάθεια love of learning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάθειαν — φιλομάθεια love of learning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ … Dictionary of Greek
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek